ξεγυμνώνομαι

ξεγυμνώνομαι
ξεγυμνώνομαι, ξεγυμνώθηκα, ξεγυμνωμένος βλ. πίν. 4

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεγυμνώνω — (Μ ξεγυμνώνω και ἐξεγυμνώνω και ξηγυμνώνω) 1. αφαιρώ όλα τα ενδύματα κάποιου, γδύνω τελείως κάποιον 2. καταληστεύω («ξεγύμνωσαν το σπίτι οι κλέφτες») 3. (σχετικά με ξίφος) βγάζω από τη θήκη νεοελλ. 1. μτφ. αποκαλύπτω τα μυστικά, τις αδυναμίες ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”